περιλαμπάνω

περιλαμπάνω
ΝΜ και περιλαμπάζω Ν
περιβάλλω κάποιον με τα χέρια μου, εναγκαλίζομαι κάποιον, περιπτύσσομαι («περιλαμπάνει με, μυριοκαταφιλεῑ με», Λίβ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιλαμβάνω, πιθ. κατ' επίδραση τού λάμπω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”